ανίχνευση

ανίχνευση
Στρατιωτική ενέργεια για τη συλλογή πληροφοριών σχετικών με την παρουσία, τη θέση, τη δύναμη και τις κινήσεις του εχθρού. Στις χερσαίες επιχειρήσεις, ως καθαρά στρατιωτικός όρος, είναι γνωστός κυρίως από τη ναπολεόντεια εποχή, όταν οι αποστολές α. είχαν ανατεθεί στο ιππικό. Στις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, σε ορισμένους στρατούς και για την ενίσχυση της δύναμης πυρός, η συγκρότηση των αποσπασμάτων ή μονάδων α., εκτός από το ιππικό, είχε και ομάδες ιππήλατου πυροβολικού και ευκίνητα τμήματα πεζικού. Παρ’ όλα αυτά, κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, σε ορισμένες περιοχές επιχειρήσεων δεν μπόρεσε να χρησιμοποιηθεί το ιππικό για α. όπως είχε προβλεφθεί, επειδή αυτό δεν είχε τη δυνατότητα να ενεργήσει σε επιθυμητό βάθος και κυρίως επειδή με την εξέλιξη των πολεμικών μέσων (ιδίως του πολυβόλου) ήταν αρκετά τρωτό. To πρόβλημα όμως λύθηκε στον Β’Παγκόσμιο πόλεμο με τη χρήση θωρακισμένων σχηματισμών, που διευκολύνθηκαν στο έργο τους και από τα τελειοποιημένα συστήματα ασύρματης επικοινωνίας. Ο όρος α. χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα στο πολεμικό ναυτικό. Στην αρχή χρησιμοποιήθηκαν σε αποστολές α. κορβέτες της εποχής των ιστιοφόρων και τα περιπολικά των πρώτων χρόνων της ατμοπλοΐας. Κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι., η α. είχε ανατεθεί σε ταχυκίνητα σκάφη, σχετικά μικρού εκτοπίσματος, χωρίς ή με μικρή προστασία, εξοπλισμένα με μικρά πυροβόλα και αργότερα μέσου διαμετρήματος, καθώς και με τορπίλες. Προοδευτικά, τα πρώτα ανιχνευτικά, που είχαν εκτόπισμα 1.500 τόνων και ταχύτητα μέχρι 22 κόμβους, παραχώρησαν τη θέση τους σε μονάδες των 3.500 τόνων με ταχύτητα 28 κόμβους. Στην περίοδο όμως του Μεσοπολέμου, το εκτόπισμα και η ισχύς πυρός μειώθηκαν προς όφελος της ταχύτητας, που ξεπέρασε τους 34 κόμβους. Πάντως, και στους δύο Παγκόσμιους πολέμους χρησιμοποιήθηκαν για α. και μεγάλα πλοία, όπως τα ελαφρά και τα θωρακισμένα καταδρομικά που είχαν ταχύτητα μεγαλύτερη από τα άλλα πλοία επιφανείας. Επίσης, χρησιμοποιήθηκε η αεροπορία και σε πολλές περιπτώσεις, με εξαιρετικά αποτελέσματα, το υποβρύχιο. Σήμερα η α. καλύπτεται από τον γενικότερο όρο αναγνώριση. (Χημ.) Στην αναλυτική χημεία, α. ονομάζεται η διαπίστωση της ύπαρξης ενός στοιχείου ή μιας ένωσης μέσα σε ένα σώμα.
* * *
η (Μ ἀνίχνευσις)
1. αναζήτηση θηράματος με παρακολούθηση τών ιχνών του
2. προσεκτική διερεύνηση με αφετηρία ορισμένα ίχνη
νεοελλ.
1. χημ. εξακρίβωση της παρουσίας στοιχείου ή ένωσης σε άγνωστο δείγμα
2. στρ. μέθοδος και ενέργεια επισήμανσης τών θέσεων και της δύναμης του εχθρού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανίχνευση — η προσεχτική έρευνα, ψάξιμο: Η ανίχνευση είχε γίνει με μεγάλη προσοχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνιχνεύσῃ — ἀνιχνεύσηι , ἀνίχνευσις tracing out fem dat sg (epic) ἀνιχνεύω track aor subj mid 2nd sg ἀνιχνεύω track aor subj act 3rd sg ἀνιχνεύω track fut ind mid 2nd sg ἀ̱νιχνεύσῃ , ἀνιχνεύω track futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱νιχνεύσῃ , ἀνιχνεύω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • έρευνα — (Νομ.). Ανακριτική πράξη, η οποία κατά τον ΚΠΔ αποβλέπει στη βεβαίωση ενός κακουργήματος ή πλημμελήματος, στην ανακάλυψη των δραστών ή στη διαπίστωση και αποκατάσταση της ζημίας που προκάλεσε η διάπραξη ενός τέτοιου αδικήματος. Η έ. επιτρέπεται… …   Dictionary of Greek

  • ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… …   Dictionary of Greek

  • βαρύτητα — Η δύναμη έλξης που ασκείται από το γήινο δυναμικό πεδίο. (Φυσ.) Β. ονομάζεται η ιδιότητα όλων των υλικών σωμάτων να έλκονται από τη Γη. Η έλλειψη β. στο εσωτερικό των τεχνητών δορυφόρων εμφανίζεται γιατί ο δορυφόρος μπορεί να θεωρηθεί ως σώμα που …   Dictionary of Greek

  • κορβέτα — Πολεμικό ιστιοφόρο με τρία κατάρτια και τετράγωνα ιστία. Ευκίνητη, γρήγορη και μικρότερη από τη φρεγάτα, η κ. χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα μεμονωμένα για εξερευνήσεις ή για ταξίδια και, ως τμήμα ναυτικής μοίρας, για την αναμετάδοση σημάτων. Είχε… …   Dictionary of Greek

  • λαγωνίκα — Χαρακτηρισμός που αποδίδεται από εκτροφείς σε σκύλους που προορίζονται για το κυνήγι ζώων. Οι περισσότεροι αντιπρόσωποι αυτής της ομάδας κυνηγούν με την όσφρηση, ενώ το θήραμά τους ποικίλλει, από μικρά ζώα έως αρκούδες και ελάφια. Υπάρχουν λ. που …   Dictionary of Greek

  • νετρίνο — Στοιχειώδες σωματίδιο με μηδενικό φορτίο και μάζα. Ανήκουν στην κατηγορία των λεπτονίων μαζί με το ηλεκτρόνιο, το μιόνιο, το σωματίδιο τ και αντισωμάτια αυτών. Τα ν. ανήκουν επίσης σε μια ευρύτερη ομάδα, αυτή των φερμιονίων τα οποία υπακούουν στη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”